- δειλαιότης
- δειλαιότης, ητος, ἡ,A misery, Sch.Ar.Eq.1148.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δειλαιότης — δειλαιότης, η (Α) [δείλαιος] δυστυχία, αθλιότητα … Dictionary of Greek
δειλαιότητα — δειλαιότης misery fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)